ῥέζων

ῥέζων
ῥέζω
y
pres part act masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • οβριμοεργός — ὀβριμοεργός, όν (Α) (επικ. τ.) 1. αυτός που εκτελεί ισχυρά, δηλ. βίαια έργα 2. (κατ επέκτ.) άδικος, ιδίως προς τους θεούς, ασεβής, ανόσιος («σχέτλιος, ὀβριμοεργός, ὅς οὐκ ὅθετ αἴσυλα (ῥέζων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄβριμος «ισχυρός, δυνατός» +… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”